άλινσις

άλινσις
ἄλινσις (-εως), η (Α) [ἀλίνω]
επάλειψη, επίχριση με κονίαμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλίνω — ἀλίνω (Α) 1. λεπτύνω, τρίβω 2. επαλείφω, επιχρίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. αρχαϊκής πιθ. προελεύσεως, με σπάνια χρήση. Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το ρ. ἀλείφω*. Συγκεκριμένα ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα *lei «βλεννώδης» με προθεματικό ἀ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”